κρεβατάκι

κρεβατάκι
και κρεββατάκι, το
μικρό κρεβάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεβατάκι — το υποκορ. του κρεβάτι μικρό κρεβάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλινάρι — το (AM κλινάριον, Μ και κλινάρι[ν]) [κλίνη] μικρή κλίνη, κρεβατάκι («τὰ κλινάρια τά ἐνδιδόντα» τα κρεβατάκια που υποχωρούν στο βάρος, Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. (χωρίς υποκορ. σημ.) κλίνη, κρεβάτι …   Dictionary of Greek

  • κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… …   Dictionary of Greek

  • κοιτίδα — η (Α κοιτίς, ίδος) [κοίτη νεοελλ.] 1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι 2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα 3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα τού πολιτισμού») αρχ. 1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη 2. καλάθι,… …   Dictionary of Greek

  • κραβάκτιον — κραβάκτιον, τὸ (Α) κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • αναδεύω — ανάδεψα, αναδεύτηκα 1. μτβ., αναταράζω, ανακατώνω: Παιδί μου, μην αναδεύεις τη λάσπη. 2. αμτβ., αναδεύω και συνήθ. αναδεύομαι ανακινούμαι, αναταράζομαι λίγο: Τι αναδεύεσαι σαν το σκουλήκι; (για παιδί μικρό που δεν ησυχάζει στο κρεβατάκι του) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιτίδα — η 1. κούνια, κρεβατάκι. 2. τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, πατρίδα, γενέτειρα: Κοιτίδα της φιλοσοφίας είναι η Μίλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούνια — η 1. το λίκνο, το κρεβατάκι του βρέφους: Είναι κατεργάρης από κούνια. 2. τραμπάλα, κάθε συσκευή κατάλληλη για ταλάντευση: Κούνια, κουνιαρίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”